- κομματικοποιώ
- (για πολιτικό κόμμα)1. οικειοποιούμαι την πατρότητα ή αποκλειστικότητα τής διοργάνωσης ή διεξαγωγής μιας κοινωνικής, πολιτικής ή άλλης δραστηριότητας2. καθυποτάσσω μια εκδήλωση ή οργάνωση ή έναν δημόσιο οργανισμό ή ολόκληρη την κρατική μηχανή στις αρχές και τους σκοπούς μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κομματικός + -ποιώ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. εθνικο-ποιώ, κρατικο-ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.